- λεκτός
- -ή, -ό (Α λεκτός, -ή, -όν) [λέγω]αυτός που μπορεί να λεχθεί («ἀλλ' ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά», Φίλ.)αρχ.1. εκλεκτός, διαλεχτός («ἀλλ' εὐσταλῆ τοι λεκτὸν ἀροῡμεν στόλον», Αισχύλ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεκτόνα) έκφρασηβ) λέξη που έχει σημασίαγ) στον πληθ. τὰ λεκτάi) κήρυγμα, διδαχήii) φράσεις που περιέχουν διαπιστώσεις, ερωτήσεις, διαταγές, πόθους κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.